τεχνόσημο

τεχνόσημο
το, Ν
σήμα με το οποίο επισημοποιείται το δικαίωμα άσκησης μιας τέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + σήμα. Η λ., στον λόγιο τ. τεχνόσημον, μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”